παρεμφαίνω

παρεμφαίνω
παρεμ-φαίνω, [tense] aor.
A

παρενέφηνα Phld. Piet.18

:—display along with,

τὴν αὑτοῦ ὄψιν Pl.Ti.50e

.
2 generally, suggest, indicate, Arist.Aud.801b13, Chrysipp.Stoic.2.52, 245, Plb.12.24.2, Phld.l.c., D.H.Comp.6, Plu.Per.16, 2.107e, A.D.Adv. 204.22, Synt.9.22 :—[voice] Pass., Ph.1.488, A.D.Pron.11.28.
b emphasize, Phld.Rh.1.85 S.;

τὸν νοῦν D.L.6.3

.
3 π. ὀσμήν τινος show the smell of, i.e. smell like , Dsc.1.47 ; π. σμύρνης ib. 61.
II [voice] Pass., appear in a thing incidentally, Arist.de An.429a 20, Ph.212a8, 224a1 ; of water, appear at the same time, Id.Pr.932b23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρεμφαίνω — ΝΑ [εμφαίνω] φανερώνω κάτι με έμμεσο ή πλάγιο τρόπο («τὴν αὑτοῡ παρεμφαῑνον ὄψιν», Πλάτ.) νεοελλ. υποδηλώνω, υποσημαίνω αρχ. 1. δηλώνω, δείχνω, παρουσιάζω («κακοἡθως δὲ παρεμφαίνουσιν οἱ κωμικοί», Πλούτ.) 2. (για οσμή) μοιάζω («παρεμφαίνειν ὀσμήν …   Dictionary of Greek

  • ПРЕДСТАВИТЕЛЬ — Славянизмы, попавшие в русский литературный язык древнейшей эпохи, давали жизнь непроизводным и производным основам, которые затем приспособлялись для выражения разнообразных значений в разных лексических системах русского языка, вступая в… …   История слов

  • απαρέμφατο — Άκλιτος τύπος του ρήματος που δεν φανερώνει πρόσωπο και αριθμό όπως οι άλλες εγκλίσεις. Το α., που υπάρχει σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, προέρχεται από διάφορους ονοματικούς τύπους, πρόκειται δηλαδή για ρηματικό ουσιαστικό. Αργότερα, πήρε… …   Dictionary of Greek

  • παρέμφαση — η / παρέμφασις, άσεως, ΝΑ [παρεμφαίνω] γραμμ. διασαφήνιση τής σημασίας μιας λέξης με το πρόσωπο, τον αριθμό και την έγκλιση νεοελλ. 1. παρουσίαση με έμμεσο τρόπο, υποδήλωση 2. παρουσίαση τού βαθύτερου, κρυφού νοήματος ενός πράγματος, υπόδειξη αρχ …   Dictionary of Greek

  • παρεμφανίζω — Α [εμφανίζω] παρεμφαίνω* …   Dictionary of Greek

  • παρεμφατικός — ή, ό / παρεμφατικός, ή, όν ΝΑ [παρεμφαίνω] φρ. «τα παρεμφατικά» ή «παρεμφατικές εγκλίσεις» γραμμ. η οριστική, η υποτακτική, η ευκτική και η προστακτική, οι οποίες παρεμφαίνουν το πρόσωπο και τον αριθμό, σε αντιδιαστολή προς το απαρέμφατο νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • παρυποδύνω — Α [υποδύνω] παρεμφαίνω …   Dictionary of Greek

  • συμπαρεμφαίνομαι — Α [παρεμφαίνω] 1. εκφράζομαι συγχρόνως 2. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ως συνέπεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”